Amen.gr - Πύλη Εκκλησιαστικών Ειδήσεων

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Ο «Ακάθιστος Ύμνος» και πώς δημιουργήθηκε.




Ο Ακάθιστος Ύμνος, είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα.
Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.
Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος.
Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.
Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ).
Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Κατά το έτος 626 μ. Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση.
Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και Μιχαήλ Γ΄ (860).
Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.
Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄.
Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος».
Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431, αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλοι, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα, Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό.
Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα, η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου. Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού.
Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728, που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626, στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό. Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου.
Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715-730), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718, επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου.
Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου. Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου).
Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718, καθώς απεβίωσε το 752 ή 754. Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο, τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.
Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676-749), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου. Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Ο πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.
Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).
Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.
Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας.
Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας.
Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής.
Κοντάκιο: Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι• Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».
Δρ. Ελένη Ρωσσίδου-Κουτσού
Πηγές: 
Φουντούλη, Ι., Λογική Λατρεία (Αποστολική Διακονία Εκκλησίας Ελλάδος, 1997)˙
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού˙
Ιστότοπος Εκκλησίας Ελλάδος. της Δρ Ελένης Ρωσσίδου-Κουτσού, Φιλολόγου-Βυζαντινολόγου

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Χαιρετισμοί της Παναγίας ΣΤΑΣΗ Β' ('ΗΧΟΣ Γ'+Δ') π.ΣΤΡΑΤΗΣ ΓΙΟΥΣΜΑΣ



Αυτή τη Παρασκευή 25/3 οι Χαιρετισμοί της Παναγίας, Στάση Β'.
Στο Ναό μας οι καμπάνες θα σημάνουν στις 5:30 όπως και κάθε Παρασκευή. 
Καλή σαρακοστή και καλή μετάνοια σε όλους μας.

Γιατί Ορθόδοξοι και Καθολικοί δεν γιορτάζουν μαζί το Πάσχα;




Το Πάσχα των καθολικών το 2016 είναι στις 27 Μαρτίου 2016, αρκετά νωρίς σε σχέση με το Ορθόδοξο πάσχα που είναι την 1η Μαίου.

Το Πάσχα των καθολικών είναι ένα καθιερωμένο τετραήμερο για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ενώ και τα σχολεία κλείνουν για 2 εβδομάδες. Κάπως έτσι, το καθολικό πάσχα αποτελεί την ανεπίσημη έναρξη της τουριστικής περιόδου για τη χώρα μας.
Γιατί όμως η ημερομηνία αυτής της γιορτής είναι κινητή και πώς καθορίζεται από τις δύο Εκκλησίες;
Την απάντηση θα πρέπει να την αναζητήσουμε στις παραδόσεις των Εβραίων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το σεληνιακό ημερολόγιο, που βασιζόταν στον κύκλο της Σελήνης. Εκείνα τα χρόνια γιόρταζαν το Πάσχα, ονομασία που βγαίνει από τη λέξη «πεσάχ» και σημαίνει «διέλευση», στις 14 του μήνα Νισάν, που ήταν η πρώτα μέρα της εαρινής ισημερίας ή η μέρα αμέσως μετά από αυτήν.
Η συγκεκριμένη ημέρα συνδέθηκε αμέσως με τον εορτασμό του χριστιανικού Πάσχα, από τα πρώτα χρόνια, μετά την Ανάσταση του Χριστού, και αυτό γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, ο Χριστός αναστήθηκε την πρώτη ημέρα μετά το εβραϊκό Πάσχα, που έτυχε να είναι Σάββατο.
Αρχικά, κάθε χριστιανική εκκλησία γιόρταζε το Πάσχα σε άλλη ημερομηνία, ενώ οι εθνικές εκκλησίες προτιμούσαν την Κυριακή. Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας αποφάσισε ότι το Πάσχα θα γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, ενώ αν η πανσέληνος γίνει εκείνη την Κυριακή, τότε η γιορτή μεταφέρεται για την αμέσως επόμενη Κυριακή. Έτσι, χριστιανικό και εβραϊκό Πάσχα δεν θα συνέπιπταν ποτέ, ενώ το χριστιανικό έθιμο συνδέθηκε και με το αστρονομικό φαινόμενο της πανσελήνου.
Οπότε, για να υπολογιστεί η ημερομηνία της Ανάστασης σε ένα έτος, αρκούσε η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου. Όμως το ημερολόγιο που ίσχυε εκείνη την εποχή ήταν αυτό που είχε θεσπίσει ο Ιούλιος Καίσαρας το 45 π.Χ. και το οποίο είχε ανά έτος 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τετραετία, στο δίσεκτο δηλαδή έτος, προσέθετε μια ημέρα παραπάνω. Επειδή όμως το κάθε ηλιακό έτος διαθέτει στην πραγματικότητα 365,242199 ημέρες, το ιουλιανό ημερολόγιο αποδείχτηκε ότι είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό κατά 11 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα.
Η αλλαγή ήρθε με το γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο μετονόμασε την 5η Οκτωβρίου του 1582, σε 15η Οκτωβρίου, ώστε η εαρινή ισημερία να πέσει στις 21 Μαρτίου, όπως ακριβώς προέβλεπε και η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Τα περισσότερα καθολικά κράτη το υιοθέτησαν μέσα στα επόμενα 5 χρόνια, ενώ τα ορθόδοξα ήταν εντελώς αντίθετα, με αποτέλεσμα να διατηρήσουν το ιουλιανό ημερολόγιο, μέχρι τον 20ό αιώνα.
Στην Ελλάδα το γρηγοριανό ημερολόγιο ήρθε στις 16 Φεβρουαρίου του 1923, ενώ η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με το κράτος, διατήρησε το ιουλιανό ημερολόγιο μέχρι το 1924, όπου και τελικά ταυτίστηκε με το πολιτικό, για να ενισχύσει τις ακίνητες εορτές. Το Πάσχα όμως εξακολουθεί να υπολογίζεται με βάση το ιουλιανό σύστημα, όπως άλλωστε και όλες οι υπόλοιπες κινητές εορτές.
Επιπλέον, ως προς τη διαφορά των ημερομηνιών που γιορτάζονται τα δύο Πάσχα καθοριστικό ρόλο  παίζει και ο «μετωνικός κύκλος», που είναι το σύστημα πρόβλεψης των εαρινών πανσελήων και το οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα.
Οι καθολικοί, λοιπόν, γιορτάζουν την Ανάσταση σύμφωνα με τον κανόνα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, όμως υπολογίζουν την πανσέληνο σύμφωνα με το γρηγοριανό ημερολόγιο, μαζί με το σφάλμα που φέρει το μετωνικό σύστημα, προσθέτοντας ορισμένες ημέρες, με αποτέλεσμα,η καθολική πανσέληνος να είναι πιο κοντά στην αστρονομική από ότι η ορθόδοξη.
Καθολικοί και Ορθόδοξοι γιορτάζουν μαζί το Πάσχα, μόνο όταν η μετώνεια πασχαλινή πανσέληνος συμπέσει από την Κυριακή μέχρι το Σάββατο της ίδιας εβδομάδας, οπότε την αμέσως επόμενη Κυριακή είναι το διπλό Πάσχα.
Το φαινόμενοπροβλέπεται να συμβεί και το 2017, στις 16 Απριλίου. Συνολικά, για τον παρόντα αιώνα, θα υπάρξουν 31 έτη με κοινό εορτασμό του Πάσχα για τις δύο Εκκλησίες, ενώ κάθε αιώνα θα συμβαίνει όλο και πιο σπάνια αυτό.
Μάλιστα, το 2698 υπολογίζεται ότι θα είναι το τελευταίο κοινό Πάσχα, καθώς μετά τα 2700, εξαιτίας του μετώνειου σφάλματος, η ιουλιανή και η γρηγοριανή πανσέληνος δεν θα μπορέσουν να συμπέσουν ποτέ ξανά.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Την Παρασκευή 18/3 οι πρώτοι Χαιρετισμοί.



  Την Παρασκευή ξεκινούν οι Χαιρετισμοί. Στο Ναό μας οι καμπάνες θα σημάνουν στις 5:30 όπως κάθε χρόνο. 
  Καλή σαρακοστή και καλή μετάνοια σε όλους μας.